- θυμέλη
- θυμέληMeaning: `hearth'See also: s. 2. θύω.Page in Frisk: 1,692
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
θυμέλη — place of burning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλῃ — θυμέλη place of burning fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… … Dictionary of Greek
θυμέλη — η βωμός του θεού Διονύσου στο μέσο της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυμέλαι — θυμέλη place of burning fem nom/voc pl θυμέλᾱͅ , θυμέλη place of burning fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμελῶν — θυμέλη place of burning fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλαις — θυμέλη place of burning fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλαισιν — θυμέλη place of burning fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλην — θυμέλη place of burning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλης — θυμέλη place of burning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυμέλῃσι — θυμέλη place of burning fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)